Σ’ αρχαίο βωμό τή στήσανε για να τή θυσιάσουν
την κόρη την πολύφερνη, την πολυαγαπημένη.
Ό,τι άξιο, ως είθισται, χυδαία τό αφαιμάσσουν
κι η κοινωνία προχωρά αποδεκατισμένη.
Μα ‘κείνη χαμογέλαγε, κι ας ήτανε ο Χάρος
τριάντα πόντους δίπλα της κρατώντας το δρεπάνι.
Τα μάτια της κοιτάγανε το χάος σαν κουρσάρος
που δε φοβάται τη ζωή που τώρα πλέον χάνει.
Κορίτσι, δε σέ γνώριζα προτού σφαχτάρι γίνεις,
μα τώρα σ’ ερωτεύτηκα και σ’ έχω στην ψυχή μου!
Τα μάτια σου, που μοιάζουνε νερό καθάριο κρήνης
και τα λυτά σου τα μαλλιά, σημάδι ενός μαχίμου
ατόμου, που δεν έμαθε να προσκυνά δυνάστες!
Θα σού τό πω ξεκάθαρα: »Κορίτσι, σ’ αγαπάω!»
Μα πίσω τρέχω γρήγορα! Αν βάψω όλες τις πάστες
ο αφέντης μού υποσχέθηκε δυο-τρεις γουλιές κακάο…
2012