Για το Δεκαπενταύγουστο ανεβάζω το μοναδικό ποίημα που έχω γράψει στην Αθήνα στην ως τώρα ζωή μου. Το μισό γράφτηκε σε ένα υπέροχο πάρτυ-δεξίωση κάτω από την ακρόπολη, το άλλο μισό στο μπάνιο! 🙂 Αφιερώνεται στη Μαρία Π. και τη Σοφία Π. που τό άκουσαν πρώτες!
Τον κόσμο αυτό τόν έπλασε ο Φουκώ,
σαν εκκρεμές αιώνια να πηγαίνει…
Και ψάχνω εναγωνίως ρυμουλκό
για μια παλιά φυλή σεσημασμένη!
Και τώρα μαζευτήκανε σοφοί
κι Εθνάρχες για να διώξουνε την κρίση,
προτού κλείσει επικίνδυνα η στροφή
κι η ρόδα ανεπανόρθωτα γυρίσει.
Μα εγώ -όπως πάντα, αντιδραστικός-
επέλεξα να μείνω στην απ’ έξω
και δρω ως πράκτωρ, δήθεν μυστικός,
κυρίως να ‘χω κάτι για να παίξω.
Και κλίνω -έτσι για πλάκα- μετοχές
και ρήματα από δύο συζυγίες.
Προτού ξεσπάσουν, μάλιστα, οι βροχές
ζητάω κατατόπια κι οδηγίες.
(Αφού οδηγούν οι δρόμοι όλοι εκεί
γιατί ρωτώ η Ρώμη για πού πέφτει
και κάνω μια ερώτηση ειδική
σε τούτο τον ολόσωμο καθρέφτη;)
Καθρέφτη, καθρεφτάκο μου, θαρρείς,
εσύ που δε στερεύεις από ιδέες,
πως είμαι μιας ομάδας καθαρής
μια γλάστρα μοναχά για ορχιδέες;
Μην έχεις του ανήξερου φραγμό
και κρύβεσαι στις κρέμες από πίσω,
μα απάντησέ μου δίχως δισταγμό
σ’ αυτά που θέλω χρόνια να ρωτήσω:
Αν είμαι, τέλωσπάντων, βασιλιάς
ή απλός της συνεχνίας μας παρίας!
(Φτιαγμένος από ξύλο της φτελιάς
κι από σιωπή ο καθρέφτης της Μαρίας…)
Αθήνα, 7+8/4/2012
Σχολιάστε