»…να βλέπει τον Παράδεισο από την Κόλασή του» – Μ. Ελευθερίου
Δοκίμασα κινήσεις του στρατού
για να εξοβελίσω τη μορφή σου,
μα υπέκυψα στα λόγια του ρητού:
»τη μοίρα που σέ παίζει Υπερ-Ατού
χαιρέτα, και στα κόλπα της αφήσου!»
Τον άνεμο, που φύσηξε βαρύς
σε χρόνια λοιμικής και λειψυδρίας
περίμενα ως λύτρωση, χωρίς
να πέφτω στο κρεβάτι μου νωρίς
στις ώριμες νυχτιές της Ιρλανδίας.
Το πού θα κάτσει η μπίλια στο νησί
καθόρισαν ο πίτσερ και ο κάτσερ.
Κι αν πήρε τη ζωή μας τη μισή
η ζήση -που θανάσιμα μισεί-
για όλα φταιν οι γκόμενες κι η Θάτσερ!
Και μού ‘γινες, ψυχή μου νευρικιά,
στα λόγια και στα κλάματα πλημμύρα.
Καινούρια ονειρευόσουν »Φοινικιά»,
μα λάκισες μακριά απ’ τα φονικά
και πια μουσειοποίησες τον ΙRA.
Το μείγμα που ονομάζεις θησαυρό,
το άνευρο κι ανέραστο κολάζ σου
στου μέλλοντος την άνοιξη θα βρω
σε τάφο βελουτένιο και αβρό
που πάντα περιμένει τη σειρά σου.
Μα ο κόσμος, ανυπόφορα γλυφός
-ανάγλυφο με ψεύτικο πετράδι-,
τραγούδι μάς μηνά, σταυραδερφός:
Σαν έχεις δει τον ήλιο και το φως
πώς να ξαναγυρίσεις στο σκοτάδι;
Σχολιάστε